ἀμελείᾳ — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέλεια — never mind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
ἀμελείας — ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαι — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελειῶν — ἀμέλεια never mind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαις — ἀμέλεια never mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείῃ — ἀμέλεια never mind fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελίης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) ἀμελία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)